- πινακίσκος
- ὁ, Α [πίναξ, -ακος]1. μικρό πιάτο, πιατάκι2. πινακίδα ζωγραφισμένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πινακίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσκοι — πινακίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσκοις — πινακίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσκον — πινακίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσκου — πινακίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσκους — πινακίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσκων — πινακίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσκῳ — πινακίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσκιον — τὸ, ΜΑ [πινακίσκος] μικρός πινακίσκος … Dictionary of Greek
μαγαρίσκος — μαγαρίσκος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πινακίσκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού μαγαρίς*. Κατ άλλη άποψη, με αφομοίωση < μεγαρίσκος, υποκορ. τού μεγαρικόν «μεγαρικό αγγείο» (πρβλ. μαγαρίζω, μαγαρικόν)] … Dictionary of Greek